breto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | breto | bretoj |
αιτιατική | breton | bretojn |
breto (eo)
- το ράφι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | breto | bretoj |
αιτιατική | breton | bretojn |
breto (eo)