Μετάβαση στο περιεχόμενο

breton

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Breton

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  • breton < bretun (1080) < από το λατινικό brito (la), (γενική Britonis)

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

breton (fr) αρσενικό, bretonne θηλυκό

  1. βρετονικός, από την περιοχή της Βρετάνης (Δυτική Γαλλία)
  2. που ανήκει στους κελτικούς λαούς της Μεγάλης Βρεταννίας και της Βρετάνης, στους πολιτισμούς και τις παραδόσεις τους

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

breton (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]