Μετάβαση στο περιεχόμενο

breva

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
breva breve

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
breva < πιθανόν από το brivido (ρίγος)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈbre.va/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

breva (it) θηλυκό