breva
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
breva | breve |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
breva (it) θηλυκό
- (ιδιωματικό της βόρειας Ιταλίας) άνεμος που πνέει από τις λίμνες Κόμο και Λουγκάνο προς τις γύρω οροσειρές
Πηγές[επεξεργασία]
- breva - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).