brezza
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈbret.t͡sa/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
brezza (it) θηλυκό (πληθυντικός brezze)
Πηγές[επεξεργασία]
- brezza - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).