bribery
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η δωροδοκία, η δωροληψία, ο χρηματισμός
- ⮡ Bribery is rife in public services.
- Η δωροδοκία είναι κανόνας στις δημόσιες υπηρεσίες.
- ⮡ He was caught in the act of bribery.
- Συνελήφθη επ' αυτοφώρω για χρηματισμό.
- ⮡ Bribery is rife in public services.