Μετάβαση στο περιεχόμενο

brick

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
brick bricks
Τοίχος με τούβλα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

brick (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το τούβλο
      It’s a modern building, all brick and glass and sharp angles.
    Είναι ένα μοντέρνο κτίριο, όλο από τούβλα και γυαλί, με έντονες γωνίες.