bricole
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- bricole < (άμεσο δάνειο) ιταλική briccola
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bricole | bricoles |
bricole (fr) θηλυκό
- είδος καταπέλτη
- μπιμπλό, αντικείμενο χωρίς αξία
- μικροδουλειά, σύντομη εργασία
- (οικείο) αναποδιά, στεναχώρια