briefly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | briefly |
συγκριτικός | more briefly |
υπερθετικός | most briefly |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
briefly (en)