briefly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός briefly
συγκριτικός more briefly
υπερθετικός most briefly

Ετυμολογία [επεξεργασία]

briefly < brief + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

briefly (en)