bright

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός bright
συγκριτικός brighter
υπερθετικός brightest

Επίθετο

[επεξεργασία]

bright (en)

  1. λαμπερός, λαμπρός, φωτεινός, λάμπω έντονα
    bright sky - λαμπερός ουρανός
    the bright sun - ο λαμπρός ήλιος
    a bright star - ένα φωτεινό αστέρι
    a bright room - ένα φωτεινό δωμάτιο
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη shining
  2. λαμπερός, φωτεινός, ζωηρός, για χρώματα, δυνατό και εύκολο να το δω
    bright colors - λαμπερά/φωτεινά χρώματα
    a bright buoy - φωτεινή σημαδούρα
    a dress with bright, light-blue polka dots - φουστάνι με φωτεινές γαλάζιες βούλες
    bright green - ζωηρό πράσινο
  3. λαμπρός, δίνω λόγο να πιστεύουμε ότι καλά πράγματα θα συμβούν, πιθανόν να είμαι επιτυχής
    a bright future - λαμπερό μέλλον
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη wonderful
  4. φωτεινός, έξυπνος
    a bright idea - φωτεινή ιδέα
    a bright child - έξυπνο παιδί
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intelligent
  5. λαμπερός, φωτεινός, γεμάτος χαρά
    bright eyes - λαμπερά/φωτεινά μάτια
    a bright smile - φωτεινό χαμόγελο
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη happy

Σύνθετα

[επεξεργασία]