bring out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας bring out
γ΄ ενικό ενεστώτα brings out
αόριστος brought out
παθητική μετοχή brought out
ενεργητική μετοχή bringing out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bring out < → δείτε τις λέξεις bring και out

bring out (en)

  1. βγάζω κάτι προς τα έξω
  2. αναδεικνύω
    She put on the dress that brings out her legs
    Αυτή έβαλε το φόρεμα που αναδεικνύει τα πόδια της
    The herbs really bring out the full flavour of the lamb.
    She brings out the best in him.
  3. (ΗΒ) παρουσιάζω ένα καινούριο προϊόν
    Acme sweets have just brought out a tasty new chocolate bar.
     συνώνυμα: roll out, introduce
  4. παρουσιάζω (ένα καινούριο βιβλίο ή έργο)
    When a Mauriac or a Sartre brings out a new play in Paris, it is discussed. (Eric Bentley, Thinking about the playwright: comments from four decades)
  5. (ΗΒ) κάνω κάποιον ντροπαλό να έχει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση
    His new job has noticeably brought him out.
    λείπει η μετάφραση
  6. (ΗΒ) εμφανίζω (προκαλώ) ένα ορατό σύμπτωμα, όπως σημάδια ή ένα ερύθημα
    Eating strawberries always brings me out in a rash.