brink

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
brink brinks

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

brink (en)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 967. ISBN 9780194325684. , λήμμα: χείλος