brinkmanship

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

brinkmanship < brink + manship (όρος που πρωτοεμφανίστηκε το 1956)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /XXX/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

brinkmanship (en)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]