brisable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

brisable < briser + -able

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
brisable brisables

brisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]