bronca
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bronca | broncas |
bronca (fr) θηλυκό
- (ταυρομαχία) μεγάλος θόρυβος που προκαλεί το κοινό σε ένδειξη αποδοκιμασίας ή δυσαρέσκειας