bronzé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bronzé | bronzés |
θηλυκό | bronzée | bronzées |
Επίθετο[επεξεργασία]
bronzé (fr)
- μαυρισμένος από τον ήλιο, ηλιοκαμένος