brouhaha

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
brouhaha < γαλλική brouhaha < ίσως από το εβραϊκό barukh habba (ευλογημένος ο ερχόμενος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

brouhaha (en)

  1. ανακατωσούρα, μπλέξιμο
  2. επεισόδιο με αναταραχή, σύγχυση, καβγάς, ιδίως για κάτι το ασήμαντο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

brouhaha (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) θόρυβος ενός πλήθους που επιδοκιμάζει, χειροκροτήματα
  2. θόρυβος ενός πλήθους, η βοή, η χάβρα
     συνώνυμα: bruit, rumeur