browse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]- ξεφυλλίζω, χαζεύω έντυπο (πχ περιοδικό)
- (πληροφορική) κυβερνοσερφάρω, περιηγούμαι διαδικτυακά
- browse on: βόσκω
- browse around: χαζεύω (μέσα) στα μαγαζιά (συνήθως χωρίς προγραμματισμένη αγορά)