browse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

  1. ξεφυλλίζω, χαζεύω έντυπο (πχ περιοδικό)
  2. (πληροφορική) κυβερνοσερφάρω, περιηγούμαι διαδικτυακά
  3. browse on: βόσκω
  4. browse around: χαζεύω (μέσα) στα μαγαζιά (συνήθως χωρίς προγραμματισμένη αγορά)

Συγγενικά[επεξεργασία]