brulo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | brulo | bruloj |
αιτιατική | brulon | brulojn |
brulo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | brulo | bruloj |
αιτιατική | brulon | brulojn |
brulo (eo)