brunâtre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

brunâtre < brun + -âtre

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
brunâtre brunâtres

brunâtre (fr) αρσενικό ή θηλυκό