bucheur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bucheur | bucheurs |
θηλυκό | bucheuse | bucheuses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bucheur (fr)
- (ορθογραφία του 1990) (οικείο) δουλευταράς