Μετάβαση στο περιεχόμενο

buck

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
  1. αρσενικό ελάφι,έλαφος
  2. αρσενικό τρωκτικό
  3. buck (sth) (μεταφορικά) αντιδρώ, αντιστέκομαι

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • male deer