Μετάβαση στο περιεχόμενο

buckle up

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας buckle up
γ΄ ενικό ενεστώτα buckles up
αόριστος buckled up
παθητική μετοχή buckled up
ενεργητική μετοχή buckling up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
 δείτε τις λέξεις buckle και up

buckle up (en)