Μετάβαση στο περιεχόμενο

budgétaire

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
budgétaire < budget

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
budgétaire budgétaires

budgétaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό