Μετάβαση στο περιεχόμενο

bufflesse

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
bufflesse bufflesses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bufflesse (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 δείτε τη λέξη  buffle