builder

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
builder builders

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
builder < build + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

builder (en)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]