bukkake

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ιαπωνικής ετυμολογίας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bukkake (en)

  1. ομαδική εκσπερμάτιση/εκσπερμάτωση πάνω σε κάποια/κάποιον
  2. είδος φαγητού

βιβλιογραφία[επεξεργασία]