bulício

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bulício (pt) < λατινικό bullitìo

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bulício (pt) αρσενικό

  1. οδηγώ άλλους σε αναταραχή, τους ξεσηκώνω
  2. ο θόρυβος από ταραγμένη ομήγυρη