Μετάβαση στο περιεχόμενο

bump into

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας bump into
γ΄ ενικό ενεστώτα bumps into
αόριστος bumped into
παθητική μετοχή bumped into
ενεργητική μετοχή bumping into

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bump into <  δείτε τις λέξεις bump και into

bump into (en)