bunt-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bunt- < γερμανική bunt (ποικιλόχρωμος)
Ρίζα[επεξεργασία]
bunt- (eo)
- ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: ποικιλόχρωμος