buraco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
buraco | buracos |
buraco (pt) αρσενικό
- η τρύπα
- (αθλητισμός) η τρύπα του γκολφ
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
buraco | buracos |
buraco (pt) αρσενικό