bureautique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
bureautique bureautiques

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bureautique (fr) θηλυκό