Μετάβαση στο περιεχόμενο

burkini

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
burkini < burk(a) + (bik)ini

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
burkini burkinis

burkini (fr) αρσενικό