burlesque
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
burlesque | burlesques |
burlesque (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- μπουρλέσκ
- (κατ’ επέκταση) τελείως γελοίος και παράλογος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
burlesque | burlesques |
burlesque (fr) αρσενικό
- η ιδιότητα του μπουρλέσκ
- είδος κινηματογράφου που χαρακτηρίζεται από την παρουσία πολλών αλληλοδιαδεχόμενων κωμικών σκηνών