Μετάβαση στο περιεχόμενο

burning

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bɜːnɪŋ/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /bɝnɪŋ/ (ΗΠΑ)
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

burning (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  1. διακαής, φλογερός, για συναισθήματα κτλ. που είναι πολύ δυνατά
      His burning desire was to return home.
    Η διακαής/φλογερή του επιθυμία ήταν να επιστρέψει σπίτι.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη scorching
  2. φλέγων, που καίει, για πολύ σημαντικό πρόβλημα που απαιτεί άμεση αντιμετώπιση
      α burning question - φλέγον ερώτημα/ερώτημα που καίει
      Unemployment is a burning issue for young people.
    Η ανεργία είναι ένα πρόβλημα που καίει τους νέους.
  3. αίσθημα καψίματος, για οδυνηρό αίσθημα που δοκιμάζει κάποιος
      She felt a burning sensation in her throat.
    Ένιωσε μια αίσθηση καψίματος στον λαιμό της.
      The burning feeling from nitric acid is very painful.
    Είναι πολύ οδυνηρό το κάψιμο από ακουαφόρτε.
  4. φλογερός, καυτός, πολύ ζεστός
      the burning sun - ο φλογερός/καυτός ήλιος

Επίρρημα

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός burning
συγκριτικός more burning
υπερθετικός most burning

burning (en)

  • (στην έκφραση burning hot) καυτός
      This tea is burning hot.
    Αυτό το τσάι είναι καυτό.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

burning (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]