burrower
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
burrower | burrowers |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
burrower (en)
- κάθε ζώο που σκάβει και ζει σε υπόγειες στοές
Δείτε επίσης : borrower |
ενικός | πληθυντικός |
burrower | burrowers |
burrower (en)