Μετάβαση στο περιεχόμενο

bursa

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Bursa

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

bursa < αρχαία ελληνική βύρσα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bursa (la) θηλυκό

  1. βύρσα, δέρμα ζώου
  2. πορτοφόλι και ειδικότερα το δερμάτινο
  3. πανσιόν



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

bursa < γερμανική Börse < λατινική bursa

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈbursa/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bursa (pl) θηλυκό

  1. το οικοτροφείο

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]