burst into
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | burst into |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bursts into |
αόριστος | burst into |
παθητική μετοχή | burst into |
ενεργητική μετοχή | bursting into |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]burst into (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- burst into - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 610. ISBN 9780194325684., λήμμα: ξεσπώ