burst into

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας burst into
γ΄ ενικό ενεστώτα bursts into
αόριστος burst into
παθητική μετοχή burst into
ενεργητική μετοχή bursting into

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
burst into < → δείτε τις λέξεις burst και into

burst into (en)

  • (αμετάβατο) ξεσπάω σε, αρχίζω να παράγω κάτι ξαφνικά και με μεγάλη δύναμη
    They burst into tears/laughter.
    Ξέσπασαν σε κλάματα/γέλια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη burst out