buse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
buse | buses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
buse (fr) θηλυκό
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
buse (eo)
- (πηγαίνοντας, ταξιδεύοντας) με το λεωφορείο
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- buse < (άμεσο δάνειο) περσική بوسه (bôse)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
buse (tr)
- (παρωχημένο) το φιλί
[επεξεργασία]
- ↑ buse - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
Κατηγορίες:
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Πτηνά (γαλλικά)
- Ζώα (γαλλικά)
- Μεταφορικοί όροι (γαλλικά)
- Οικείοι όροι (γαλλικά)
- Γλώσσα εσπεράντο
- Επιρρήματα (εσπεράντο)
- Αντίστροφο λεξικό (εσπεράντο)
- Δάνεια από τα περσικά (τουρκικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (τουρκικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (τουρκικά)
- Τουρκική γλώσσα
- Ουσιαστικά (τουρκικά)
- Αντίστροφο λεξικό (τουρκικά)
- Παρωχημένοι όροι (τουρκικά)