buterlakto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | buterlakto | buterlaktoj |
αιτιατική | buterlakton | buterlaktojn |
buterlakto (eo)
- το βουτυρόγαλα