butono

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

butono < buton- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική butono butonoj
αιτιατική butonon butonojn

butono (eo)

klaku sur ĉi tiu butono - πατήστε (κάντε κλικ) πάνω σ' αυτό το κουμπί