butono
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | butono | butonoj |
αιτιατική | butonon | butonojn |
butono (eo)
- το κουμπί
- klaku sur ĉi tiu butono - πατήστε (κάντε κλικ) πάνω σ' αυτό το κουμπί