buttock
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- buttock < αγγλοσαξονική buttuc
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
buttock (en)
- (συνήθως στον πληθυντικό) ο γλουτός