buttock
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
buttock | buttocks |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- buttock < αγγλοσαξονική buttuc
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
buttock (en)
- (συνήθως στον πληθυντικό) ο γλουτός, ο πάτος, ο πισινός
- ↪ a person’s buttocks - ο πάτος ενός ανθρώπου
- ↪ He fell on his buttocks.
- Έπεσε με τον πισινό.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- buttock - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 673, 705. ISBN 9780194325684., λήμμα: πάτος, πισινός