Μετάβαση στο περιεχόμενο

button

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
button buttons

button (en)

  1. (ενδυμασία) το κουμπί
    παράδειγμα  A button has come off my shirt.
    Μου κόπηκε ένα κουμπί από το πουκάμισό μου.
  2. το κουμπί, ένα μικρό μέρος μιας μηχανής που πατάω για να λειτουργήσει
    παράδειγμα  I push/turn the radio/TV button.
    Πατάω/γυρίζω το κουμπί του ραδιοφώνου/της τηλεόρασης.
    παράδειγμα  The middle button turns on the outside light.
    Με το μεσαίο κουμπί ανάβει το έξω φως.
    παράδειγμα  The clerk pushed the alarm button/the button on the alarm.
    Ο υπάλληλος πάτησε το κουμπί του συναγερμού.
  3. (πληροφορική) το κουμπί
    παράδειγμα  Click the OK button to start.
    Πάτησε το κουμπί OK για να ξεκινήσει.
  4. (ειδικά αμερικανική σημασία) η κονκάρδα, μικρό διακριτικό σήμα από ύφασμα, πλαστικό ή μέταλλο που φοριέται στο στήθος, ειδικά ένα με ένα μήνυμα τυπωμένο πάνω του
    παράδειγμα  promotional/political party/name buttons - διαφημιστικές/κομματικές/ονομαστικές κονκάρδες
     συνώνυμα: badge

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
ενεστώτας button
γ΄ ενικό ενεστώτα buttons
αόριστος buttoned
παθητική μετοχή buttoned
ενεργητική μετοχή buttoning

button (en)

  1. (μεταβατικό) κουμπώνω, κλείνω τα κουμπιά σε ένα ρούχο που φοράει κάποιος
    παράδειγμα  Button up your pants!
    Κούμπωσε το παντελόνι σου!
  2. (αμετάβατο) κουμπώνω, κλείνει με κουμπιά
    παράδειγμα  The dress buttons (up) in the back.
    Αυτό το φόρεμα κουμπώνει πίσω.
    παράδειγμα  I have gotten so fat that my waistcoat doesn’t button.
    Πάχυνα τόσο που το γιλέκου μου δεν κουμπώνει.