buy-to-let

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: buy to let

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

buy-to-let (en)

  • που άναφέρεται στο ουσιαστικό buy-to-let

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

buy-to-let (en)

  • αγοράζω με σκοπό να νοικιάσω (σε άλλον)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]