była
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]była (pl) θηλυκό
- η πρώην
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]była (pl)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]była (pl)
- θηλυκό του γ' ενικού παρελθόντος χρόνου του ρήματος być