by accident

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

by accident < → δείτε τις λέξεις by και accident

Έκφραση[επεξεργασία]

by accident (en)

  • (ιδιωματισμός) κατά τύχη, τυχαία, χωρίς πρόθεση
    I met him by accident.
    Τον συνάντησα κατά τύχη.
    Many important inventions came about by accident.
    Πολλές σπουδαίες εφευρέσεις έγιναν τυχαία.
    She was there by accident.
    Βρέθηκε τυχαία εκεί.
    It was entirely by accident that I met him in the morning.
    Όλως τυχαίως τον συνάντησα το πρωί.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]