by hand
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
by hand (en)
- χειρωνακτικά, κάτι που κάνω με τα χέρια μου, για κάτι χειροποίητο
- (μεταφορικά) υποθέτω αυθαίρετα ιδιότητα/χαρακτηριστικό/κτλ. (πχ. δοκιμάζοντας τμήμα τύπου στη φυσική χωρίς κάποια μαθηματική ή πειραματική απόδειξη για να εξερευνήσω-εξετάσω αν οδηγεί κάπου)
- προσδίδω αυθαίρετα ιδιότητα εργασίας (μέχρις ότου παγιωθεί ασφαλέστερη πειραματική ή μαθηματική)