by hand

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Έκφραση[επεξεργασία]

by hand (en)

  1. χειρωνακτικά, κάτι που κάνω με τα χέρια μου, για κάτι χειροποίητο
  2. (μεταφορικά) υποθέτω αυθαίρετα ιδιότητα/χαρακτηριστικό/κτλ. (πχ. δοκιμάζοντας τμήμα τύπου στη φυσική χωρίς κάποια μαθηματική ή πειραματική απόδειξη για να εξερευνήσω-εξετάσω αν οδηγεί κάπου)
    • προσδίδω αυθαίρετα ιδιότητα εργασίας (μέχρις ότου παγιωθεί ασφαλέστερη πειραματική ή μαθηματική)