by means of
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
by means of (en)
- (επίσημο, ιδιωματισμός) διαμέσου, μέσω, με διαμεσολάβηση κάποιου
Πηγές[επεξεργασία]
- means (idioms): by means of something - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 224, 541. ISBN 9780194325684., λήμμα: διαμέσου, μέσο