césarienne
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /se.za.ʁjɛn/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
césarienne | césariennes |
césarienne (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
césarienne | césariennes |
césarienne (fr) θηλυκό