côte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: coté, côté

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

côte < coste < λατινική costa

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kot/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

côte (fr) θηλυκό

  1. (ανατομία) το πλευρό
    → δείτε και τη λέξη costal
  2. η ανηφοριά
  3. (γεωγραφία) η ακτή, η παράλια, η ακρογιαλιά
    → δείτε και τη λέξη côtier

Συγγενικά[επεξεργασία]