côte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
côte (fr) θηλυκό
- (ανατομία) το πλευρό
- → δείτε και τη λέξη costal
- η ανηφοριά
- (γεωγραφία) η ακτή, η παράλια
- → δείτε και τη λέξη côtier