caballito
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
caballito (es) αρσενικό (πληθυντικός: caballitos)
- υποκοριστικό του caballο, αλογάκι
- (παιχνίδι) παιδικό αλογάκι
- σούζα (μοτοσυκλέτας, ποδηλάτου)